πενεστῶν

πενεστῶν
πενέστης
labourer
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πενεστικός — ή, όν, Α [πενέστης] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα τού πενέστη 2. φρ. «τὸ Θετταλῶν πενεστικὸν ἔθνος» η τάξη τών πενεστών στη Θεσσαλία …   Dictionary of Greek

  • γυμνήσιοι — Κοινωνική τάξη στο αρχαίο Άργος, αντίστοιχη περίπου με εκείνη των ειλώτων στη Σπάρτη, των πενεστών στη Θεσσαλία και των κορυνηφόρων στη Σικυώνα. Ονομάζονταν επίσης γυμνήτες. Υποδουλωμένοι από τους Δωριείς, καλλιεργούσαν τους αγρούς των κυρίων… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Καραγκούνηδες — Πληθυσμιακές ομάδες που κατοικούν κυρίως στην πεδινή περιοχή της Θεσσαλίας. Δεν θα πρέπει να συγχέονται με τους ορεσίβιους Βλάχους και Σαρακατσαναίους. Η ετυμολογία της ονομασίας προέρχεται ίσως από τη σύνθεση των λέξεων καράκαιγκουν (= μαύρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”